- εποικοδομητικός
- constructif
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εποικοδομητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εποικοδόμηση 2. εκείνος που συντελεί στη διαμόρφωση τού χαρακτήρα, στη βελτίωση τής προσωπικότητας, τής γνώσης κ.λπ. 3. αυτός που ενισχύει μια άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξένου όρου (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek
εποικοδομητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην εποικοδόμηση (βλ. λ.). 2. μτφ., που προάγει στην αρετή με τη διδασκαλία κυρίως και το παράδειγμα, ηθοπλαστικός: Εποικοδομητικά διδάγματα. 3. μτφ., που ενισχύει μία άποψη, που συντελεί στην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάλογος — ο συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων: Ο διάλογος ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπήρξε εποικοδομητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)